- συγκοπτός
- συγκοπ-τός, ή, όν,A chopped up,
λάχανα Ath.9.373a
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λάχανα Ath.9.373a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγκοπτός — ή, όν, Α [συγκόπτω] κομμένος σε μικρά τεμάχια, κομματιασμένος, λειανισμένος … Dictionary of Greek
συγκοπτά — συγκοπτός chopped up neut nom/voc/acc pl συγκοπτά̱ , συγκοπτός chopped up fem nom/voc/acc dual συγκοπτά̱ , συγκοπτός chopped up fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)